- Νικηφόρον
- Νικηφόροςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικηφόρον — νῑκηφόρον , νικηφόρος masc/fem acc sg νῑκηφόρον , νικηφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DANAUS — Aegypti frater, Argivorum Rex IX. Danaidum pater, qui Sthenelo Rege, vel huius fil. Gelanore, expulso, Argos tenuit, ibiqueve quinquaginta annos regnavit. Ab eo Graeci qui Pelasgi prius Danai dicti, literas Graecas reperisse dicitur. Euseb. in… … Hofmann J. Lexicon universale
HYPERMNESTRA — una ex 50. danai filiabus, quae cum totidem Aegypti filiis nupsissent, iussaeque essent a patre prim â nocte maritos interficere, sola exomnibus matium suum Lynceum nomine ab insidiis liberavit, qui postea Danaum occidit. Cum enim Lynceus in… … Hofmann J. Lexicon universale
LADAS — Alex. Mag. cursor, tantâ pedum velocitate, ut vestigia eius in arena non apparerent. Quo nomine statuam meruit apud Argos in templo veneris, quam νικηφόρον cognominabant … Hofmann J. Lexicon universale
NICETERIUM — Graece Νικητήριον, proprie corona dicta est, in signum victoriae olim conferri solita; quod tantae aestimationis fuit, utfactum quandoque sit praemium illorum, quibus ob praeclarissima merita remuneratio dabatur. Hinc Iason edixit, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
πυκάζω — και δωρ. τ. πυκάσδω Α [πύκα] 1. (με σημ. τής προστασίας ή υπεράσπισης) σκεπάζω, κρύβω 2. περιβάλλω, ασφαλίζω («νῆα... πυκάσαι τι λίθοισι πάντοθεν», Ησίοδ.) 3. καλύπτω πυκνά, περικαλύπτω, επικαλύπτω (α. «πρίν... πυκάσαι... γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ», Ομ … Dictionary of Greek
σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… … Dictionary of Greek
Ακομινάτος — Επίθετο που αποδίδεται στους αδελφούς Μιχαήλ και Νικήτα Χωνιάτη. 1. Μιχαήλ Χωνιάτης (Χώνες Φρυγίας 1138; – μονή Προδρόμου Βοδονίτσης Λοκρίδας 1222;). Λόγιος και μητροπολίτης Αθηνών. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη διετέλεσε γραμματέας… … Dictionary of Greek
Αλεξάκης, Ιωάννης — (1885 – 1974). Έλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε τα στρατιωτικά μαθήματα στη Σχολή Ευελπίδων, στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, στο Κέντρο Τακτικών Σπουδών Πυροβολικού και σε… … Dictionary of Greek
Μανασσής, Κωνσταντίνος — (12oς αι.). Βυζαντινός συγγραφέας και χρονογράφος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1120 και 1130 μ.Χ. Ήταν συγγενής της οικογένειας των Αποκαύκων. Σπούδασε στη γενέτειρά του και αργότερα έγινε δάσκαλος. Μεταξύ του 1142 και του 1152… … Dictionary of Greek